Πέθανε ο θρυλικός Ιταλός φορ Τζίτζι Ρίβα
Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 79 ετών ο θρύλος της Κάλιαρι και του ιταλικού ποδοσφαίρου, Τζίτζι Ρίβα, ο οποίος παραμένει μέχρι σήμερα ο πρώτος σκόρερ της Εθνικής Ιταλίας.Σε πένθος βυθίστηκε το ιταλικό ποδόσφαιρο καθώς ο Λουίτζι «Τζίτζι» Ρίβα πέθανε σήμερα (22/1) το βράδυ στο νοσοκομείο της Κάλιαρι όπου νοσηλευόταν από χθες μετά από ασθένεια.
Όπως αναφέρουν τα ιταλικά Μέσα ο 79χρονος είχε μεταφερθεί στο καρδιολογικό τμήμα του νοσοκομοείου της Κάλιαρι καθώς δεν αισθανόταν καλά και οι συνθήκες του θρυλικού Ιταλού σέντερ φορ δεν έμοιαζαν τόσο κρίσιμες. Ενδεικτικό ότι γύρω στις 7 το απόγευμα, εκδόθηκε ιατρικό δελτίο που έκανε λόγο για «ήρεμο ασθενή και σε σταθερή κατάσταση». Ωστόσο όπως αποκάλυψε το Sky TG 24 η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε και πέθανε το βράδυ της Δευτέρας.
Ο Ρίβα θεωρείται ένας από τους καλύτερους επιθετικούς όλων των εποχών και παραμένει μέχρι σήμερα ο πρώτος σκόρερ της Εθνικής Ιταλίας με 35 γκολ σε 42 συμμετοχές! Με τους «ατζούρι» κατέκτησε το Euro του 1968 και τη δεύτερη θέση στο Μουντιάλ του 1970 χάνοντας στον τελικό από την μεγάλη Βραζιλία του Πελέ.
Σε διασυλλογικό επίπεδο με εξαίρεση την πρώτητου επαγγελματική χρονιά στην Λενιάνο, πέρασε όλη την καριέρα του στην Κάλιαρι και συγκεκριμένα από το 1963 έως το 1976. Συνολικά σημείωσε 207 γκολ σε 374 συμμετοχές με τους «ροσομπλού» και αναδείχθηκε τρεις φορές πρώτος σκόρερ στην Σέριε Α.
Στην πρώτη του χρονιά βοήθησε την Κάλιαρι να εξασφαλίσει την άνοδο στην πρώτη κατηγορία μετά από 40 χρόνια και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην κατάκτηση του σκουντέτο της σεζόν 1969-70, του μοναδικού της μέχρι σήμερα, που αποτέλεσε τεράστια έκπληξη στην Ιταλία και βοήθησε όλη την Σαρδηνία σε οικονομικό και κοινωνικό στάτους.Χάρη στην ψυχραιμία του στο μπροστά από το τέρμα, το ισχυρό αριστερό του πόδι, την εναέρια ικανότητα του, τη δύναμή, την ταχύτητα και την έκρηξη του, απέκτησε το παρατσούκλι «Rombo di Tuono» (βρυχηθμός της βροντής).
Το 1969 βγήκε δεύτερος στη ψηφοφορία για τη «Χρυσή Μπάλα» πίσω από τον συμπατριώτη του Τζιάνι Ριβέρα της Μίλαν, ενώ την επόμενη χρονιά βγήκε τρίτος, πίσω από Γκερντ Μίλερ και Μπόμπι Μουρ.
Ο Ρίβα, που αγάπησε και έζησε στην Σαρδηνία έως το τέλος της ζωής του, είχε πολύ ισχυρό δεσμό με τον κόσμο της Κάλιαρι και αυτός ήταν ο μεγάλος λόγος που απέρριψε τις ουκ ολίγες προτάσεις της Γιουβέντους για να τον αποκτήσει κατά τη διάρκεια της καριέρας του. Είναι ενδεικτικό ότι το 1973 η Κάλιαρι αποδέχθηκε μια συμφωνία αξίας περίπου 1.5 εκατ. λιρών για να τον παραχωρήσει στην ομάδα του Τορίνου. Αν δεν ήταν το όχι του Ρίβα, και η συμφωνία είχε ολοκληρωθεί, θα έσπαγε με περίσσεια άνεση το παγκόσμιο μεταγραφικό ρεκόρ της εποχής, τις 500.000 λίρες που πλήρωσε η Γιουβέντους για τον Πιέτρο Αναστάσι το 1968, και το νέο ρεκόρ που έκανε εκείνη τη χρονιά η Μπαρτσελόνα το 1973 αποκτώντας τον Γιόχαν Κρόιφ με 922.000 λίρες.
Αφού αποσύρθηκε, ο Ρίβα παρέμεινε στην Κάλιαρι και ίδρυσε την πρώτη σχολή ποδοσφαίρου στη Σαρδηνία το 1976, η οποία φέρει το όνομά του. Αργότερα έγινε στέλεχος της Κάλιαρι, υπηρέτησε επίσης για λίγο ως πρόεδρος της κατά τη διάρκεια της σεζόν 1986–87, ενώ αργότερα ανέλαβε πόστο διευθυντή. Από το 1988 έως το 2013 ήταν διευθυντικό στέλεχος στην Εθνική Ιταλίας, και ήταν επίσης μέλος του τεχνικού επιτελείου της εθνικής Ιταλίας που κέρδισε το Παγκόσμιο Κύπελλο 2006.